Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

 
 
Σχολικός εκφοβισμός και οικογένεια    
 
Το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού απασχολεί τελευταία αρκετά έντονα τα επιστημονικά, εκπαιδευτικά και επικοινωνιακά δίκτυα αναζητώντας αίτια και τρόπους αντιμετώπισης. Παρότι δεν είναι ένα πρωτοεμφανιζόμενο φαινόμενο, παρουσιάζεται συχνά ως τέτοιο, ενώ δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη πολιτικών αντιμετώπισής του κατά κύριο λόγο στα πλαίσια στα οποία εκδηλώνεται και δη στο χώρο του σχολείου. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η ευθύνη της φροντίδας του παιδικού ψυχισμού επιφορτίζεται κυρίως στους εκπαιδευτικούς- παιδαγωγούς. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην προσέγγιση αυτή, χωρίς να προτείνεται υποβάθμιση της σημασίας του ρόλου του εκπαιδευτικού, είναι η μειωμένη εστίαση στις δυνάμεις της οικογένειας που αναμφίβολα κατέχει τον μεγαλύτερο ρόλο στην ανάπτυξη της πνευματικής και ψυχικής υγείας του παιδιού.


         Ένα παιδί το οποίο εκδηλώνει ή δέχεται στο χώρο του σχολείου συμπεριφορές που εμπεριέχουν προσβολή της προσωπικότητας, σωματική βία, ψυχολογική υποτίμηση, εξαναγκασμό σε μη επιθυμητές ενέργειες, άμεσα λεκτικές ή έμμεσες απειλές σε επαναλαμβανόμενα πρότυπα έχει εισέλθει στο χώρο αυτού που αποκαλούμε σήμερα σχολικό εκφοβισμό.

Τι είναι αυτό που ωθεί όμως ένα παιδί στο να δεχτεί ή να συμμετέχει στον σχολικό εκφοβισμό; Ποιοι περιβαλλοντικοί- οικογενειακοί παράγοντες καλλιεργούν πρόσφορο έδαφος; Εάν μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτούς τους μηχανισμούς που σχετίζονται με τις οικογενειακές αλληλεπιδράσεις τότε είναι που θα έχουμε τη δυνατότητα να επιδράσουμε και ευεργετικά. Διότι αν ο ρόλος του γενετικού κώδικα ευθυνόταν αποκλειστικά για τη δόμηση της προσωπικότητας και τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου τότε δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να μιλάμε για το ρόλο της εκπαίδευσης, της διαπαιδαγώγησης και φυσικά η συμμετοχή των γονέων στο μεγάλωμα των παιδιών τους θα ήταν αμελητέα. Κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει.

         Έχουμε λοιπόν να ρίξουμε μία τολμηρή αλλά και έντιμη ματιά στα όσα διαδραματίζονται στην οικογενειακή πραγματικότητα που μπορεί να ωθούν το παιδί στο να επιχειρήσει ή να δεχτεί υποτιμητικές για τον εαυτό του συμπεριφορές από συνομήλικους ή μεγαλύτερους. Γιατί είτε επιχειρεί είτε δέχεται δυσάρεστες συμπεριφορές το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ένα παιδί που υποφέρει, που δυσκολεύεται να εκφράσει τα δύσκολα συναισθήματά του και που δεν αναπτύσσει το δυναμικό του προς όφελός του.

Η ανασκόπηση των ερευνών καταδεικνύει προδιαθεσιακούς παράγοντες που εμπίπτουν στον «οικογενειακό χορό» και οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με το κομμάτι της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και της διαδικασίας μάθησης δεδομένου ότι οι γονείς λειτουργούν ως βασικά πρότυπα συμπεριφοράς για τα παιδιά τους.

          Παιδιά τα οποία γίνονται εύκολος στόχος υποτιμητικής συμπεριφοράς είναι παιδιά που η αίσθηση εκτίμησης του εαυτού, η πίστη τους στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων και την ικανότητά τους να επικοινωνούν δύσκολα συναισθήματα όπως δυσαρέσκεια ή άρνηση είναι μειωμένη. Η Renae D. Duncan, PhD σημειώνει ότι στην περίπτωση των αγοριών- δεκτών bullying παρατηρείται μία ιδιαίτερα στενή- συναισθηματική σχέση με τη μητέρα, μία σχέση υπερπροστασίας που δεν ευνοεί την ενδυνάμωση και ανεξαρτησία του παιδιού, ενώ η σχέση με τον πατέρα είτε είναι απούσα είτε είναι αποδυναμωμένη ή/ και περιορίζεται στην άσκηση κριτικής από τη μεριά του πατέρα. Η σχέση του ζευγαριού ενδέχεται επίσης να έχει ατροφήσει, με συνέπεια η σύζυγος να έχει στραφεί αποκλειστικά στην ανατροφή των παιδιών, μέσω των οποίων αναζητά την κάλυψη συναισθηματικών αναγκών και ο σύζυγος να παίζει περιφερειακό ρόλο εμπλεκόμενος περιστασιακά και συνήθως αδέξια στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Σαν αποτέλεσμα το παιδί δεν αισθάνεται αυτόνομο και ικανό να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες προκλήσεις, τη στιγμή που η συναισθηματική εμπλοκή με τη μητέρα και η απουσία ενεργητικής καθοδήγησης και εκμάθησης από τον πατέρα δεν το οδηγούν να αναπτύξει τις επικοινωνιακές και κοινωνικές εκείνες δεξιότητες και τις συναισθηματικές βάσεις ασφάλειας ώστε να αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση τις δυσκολίες στις αλληλεπιδράσεις του με άλλα παιδιά .

       Στη περίπτωση των κοριτσιών- δεκτών bullying συναντάμε μία κάπως διαφορετική εικόνα. Η σχέση με τη μητέρα εδώ ενέχει το στοιχείο της απορριπτικότητας και της μειωμένης συναισθηματικής επαφής. Η επικοινωνία και η λειτουργικότητα στην οικογένεια είναι αδυνατισμένη και ανεπαρκής, τα συναισθήματα δεν εκφράζονται ανοιχτά και το παιδί αισθάνεται αδύναμο να διαχειριστεί και να επικοινωνήσει τα δικά του δύσκολα συναισθήματα, με αποτέλεσμα, υιοθετώντας μία στάση σιωπής, να καθίσταται εύκολος στόχος bullying.

     Ας δούμε όμως και τι συμβαίνει με τα παιδιά που παίρνουν το ρόλο εκείνου που αν και αναζητά εύκολους στόχους- «θύματα»,  στοχοποιείται τελικά ο ίδιος περισσότερο δημιουργώντας την εικόνα μίας φιγούρας που πληγώνει, τα βέλη της οποίας όμως στρέφονται τόσο στους άλλους όσο και στον ίδιο. Ένα παιδί που εγκαταλείπει τη χαρά, τη ζωντάνια και την ανεμελιά της ηλικίας του και των φιλικών συναναστροφών σίγουρα δεν το επιλέγει συνειδητά. Η μέχρι σήμερα ερευνητική και θεραπευτική εμπειρία δείχνει πως η πρόκληση πόνου αφορμάται από τον βιωμένο πόνο. Μπορούμε να μιλήσουμε για απουσία σχέσεων εκτίμησης στην οικογένεια, για γκρέμισμα επικοινωνίας, για μίμηση προτύπων λεκτικής ή σωματικής βίας, για ψυχολογική ένταση που μπορεί να υπάρχει για διάφορους λόγους (ένταση στη σχέση του ζευγαριού και μη λειτουργική επίλυσή της, κρίσιμα γεγονότα που δεν διαχειρίζονται αποτελεσματικά με συνέπεια το οικογενειακό βούλιαγμα και την παραμέληση των παιδιών, γεγονότα τα οποία δεν έχουν συζητηθεί με το παιδία και στα οποία αντιδράει μέσω έντασης στο σχολείο κλπ.). Η έλλειψη ζεστασιάς και κοντινότητας και ο κεντρικός ρόλος της εξουσίας και της δύναμης θεωρούνται κύρια χαρακτηριστικά στην οικογένεια. Όχι μόνο το παιδί αλλά όλα τα μέλη της οικογένειας δεν σχετίζονται λειτουργικά και ικανοποιητικά. Οι σχέσεις μεταξύ τους γίνονται απόμακρες, εξουσιαστικές και κάποιες φορές μπορεί και κακοποιητικές.  

      Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί πως τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν απαντώνται συνολικά και με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις οικογένειες. Αποτελούν γενικά χαρακτηριστικά κάποια από τα οποία ταιριάζουν σε μία οικογένεια και κάποια όχι. Ακόμη, είναι ουσιαστικό να ειπωθεί ότι οι αλληλεπιδράσεις που προαναφέρθηκαν πολύ συχνά δεν γίνονται αντιληπτές από τους γονείς. Αν άλλωστε γίνονταν θα είχαν προβεί και στην αντιμετώπισή τους. Στόχος λοιπόν των προαναφερθέντων είναι να δοθεί μία αχτίδα κατανόησης και άρα και δυνατότητα εύρεσης λύσης.

         Αν λοιπόν έχουμε να εστιάσουμε κάπου είναι στην αναγκαιότητα αποκατάστασης της ενδοοικογενειακής επικοινωνίας και της συναισθηματικής επαφής ανάμεσα στα μέλη της ώστε τα παιδιά να μπορούν να οικοδομούν με υγιή τρόπο την ταυτότητά τους. Μία ταυτότητα η οποία χτίζεται στην άσκηση εξουσίας και την επιβολή δύναμης έχει πληγεί τη στιγμή που το συναίσθημα, η τρυφερότητα και η φροντίδα έχουν απορριφθεί ως απειλητικά. Μία αίσθηση εαυτού που στερείται τη δυνατότητα έκφρασης και υπεράσπισης οδηγεί σε μία εικόνα του κόσμου όπου η χαρά υπάρχει υπό προϋποθέσεις και η δυσκολία είναι απροσπέλαστη. Αυτά είναι ακριβώς τα σημεία που η θεραπευτική εργασία με τα παιδιά και τους γονείς τους έρχεται να αντιμετωπίσει. Η υγιής σχέση των ζευγαριού μπορεί να αποτελέσει άγκυρα και πρότυπο σχέσεων για τα παιδιά με τους συνομηλίκους τους. Η ανοιχτή επικοινωνία τόσο για τα ευχάριστα συμβάντα όσο και για τα δύσκολα δύναται να δώσει μία ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας η οποία σε συνδυασμό με την ενθαρρυντική και καθοδηγητική στάση των γονέων στις προσπάθειες εξεύρεσης λύσεων ενδυναμώνει την αίσθηση εαυτού του παιδιού και την ικανότητά του να διαχειρίζεται τις δύσκολες καταστάσεις και τα συναισθήματα που του δημιουργούνται.

         Είναι συνεπώς ουσιώδες να αποχωριστούμε τις ετικέτες που απλώς κατηγοριοποιούν και στιγματίζουν δημιουργώντας παιδιά- θύτες και παιδιά- θύματα. Να υιοθετήσουμε μία πιο ευρεία και ουσιαστική οπτική η οποία θα προσανατολίζεται στην αξιοποίηση του οικογενειακού δυναμικού προκειμένου να εντοπίζονται οι παράγοντες εκείνοι που οδήγησαν στη ρήξη της επικοινωνίας και το μαρασμό των σχέσεων και να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις για την ανάκτηση της λειτουργικότητας στην οικογένεια, ώστε να απολαμβάνουν υγιείς σχέσεις και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της προσωπικότητας όλων των μελών.
 

Από τη Μαριέττα Μαλτά
Ψυχολόγο, M,Sc.- Θεραπεύτρια Ζεύγους & Οικογένειας
Ειδίκευση στη Συστημική- Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και τη Θεραπεία Οικογένειας για παιδιά, εφήβους και ενήλικες
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου