Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Δύο ευαίσθητες ιστορίες του Σελ Σίλβερστάιν


ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΔΙΝΕ
Το δέντρο που έδινε - mazimagazine.gr
Κάποτε υπήρχε μια μηλιά…Και αγάπησε ένα μικρό αγόρι.
Το αγόρι έρχονταν κάθε μέρα, μάζευε τα φύλλα της, τα έφτιαχνε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. Σκαρφάλωνε στον κορμό της, κουνιόνταν στα φύλλα της κι έτρωγε μήλα. Έπαιζαν κρυφτό.
Και όταν κουράζονταν, κοιμόνταν στην σκιά της.
Και το αγόρι αγάπησε το δέντρο… Πολύ.
Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο. Μα ο καιρός περνούσε. Και το αγόρι μεγάλωνε. Το δέντρο ήταν συχνά μόνο του.
Τότε, μια μέρα ήρθε το αγόρι στο δέντρο και το δέντρο είπε,
‘ Έλα, Αγόρι, έλα και σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κουνήσου από τα κλαδιά μου, φάε από τα μήλα μου και γίνε ευτυχισμένος’.
‘Είμαι πολύ μεγάλος για σκαρφαλώματα και παιχνίδια’, είπε το αγόρι.
‘Θέλω να αγοράσω κάποια πράγματα και να διασκεδάσω.
Θέλω μερικά χρήματα. Μπορείς να μου δώσεις μερικά χρήματα;’
‘Λυπάμαι’, είπε η μηλιά, ‘αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα.
Έχω μόνο φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Τότε θα έχεις χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος’.
Κι έτσι το αγόρι σκαρφάλωσε στο δέντρο και μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μακριά. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Μα το αγόρι έμεινε μακριά για πολύ καιρό…Και το δέντρο ήταν λυπημένο. Τότε, μια μέρα το αγόρι ήρθε πάλι και το δέντρο κούνησε τα κλαδιά του χαρούμενα και είπε, ‘Έλα, Αγόρι, σκαρφάλωσε στον κορμό μου, κουνήσου στα κλαδιά μου και γίνε ευτυχισμένος’.
‘Είμαι πολύ απασχολημένος για να σκαρφαλώνω σε δέντρα’,είπε το αγόρι.
 ‘Θέλω ένα σπίτι να με ζεσταίνει’, Θέλω μια σύζυγο και παιδιά και χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;’
‘Δεν έχω καθόλου σπίτι’, είπε το δέντρο.
‘Το σπίτι μου είναι το δάσος, αλλά μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα. Τότε θα είσαι ευτυχισμένος’.
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα κουβάλησε μακριά για να χτίσει το σπίτι του. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Μα το αγόρι έμεινε μακριά για πολύ καιρό . Όταν ήρθε πάλι. το δέντρο ήταν τόσο ευτυχισμένο που δυσκολευόταν να μιλήσει.
‘ Έλα, Αγόρι’, ψιθύρισε, ‘έλα και παίξε’.
‘Είμαι πολύ γέρος και λυπημένος για να παίζω’, είπε το αγόρι. ‘Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά από ΄δω. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;’
‘Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα’, είπε το δέντρο. ‘Τότε θα μπορείς να ταξιδέψεις μακριά… και να είσαι ευτυχισμένος’.
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τον κορμό της κι έφτιαξε μια βάρκα και ταξίδεψε μακριά. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο…. αλλά όχι στ’ αλήθεια. Και μετά από πολύ καιρό το αγόρι επέστρεψε πάλι.
‘Λυπάμαι, Αγόρι,’ είπε το δέντρο, ‘μα δεν μου έμεινε τίποτα να σου δώσω- τα μήλα μου χάθηκαν’.
‘Τα δόντια μου είναι πολύ αδύναμα για μήλα’, είπε το αγόρι.
‘Τα κλαδιά μου χάθηκαν’, είπε το δέντρο. ‘Δεν μπορούν να σε κουνήσουν-‘
‘Είμαι πολύ γέρος για να κουνιέμαι από κλαδιά’, είπε το αγόρι.
‘Ο κορμός μου χάθηκε’, είπε το δέντρο. ‘Δεν μπορείς να σκαρφλώσεις‘
‘Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω’, είπε το αγόρι.
‘Λυπάμαι’, αναστέναξε το δέντρο. ‘Εύχομαι να μπορούσα να σου δώσω κάτι…αλλά δεν μου απέμεινε τίποτα. Είμαι μόνο ένα παλιοκούτσουρο. Λυπάμαι…’
‘Δεν χρειάζομαι και πολλά τώρα’, είπε το αγόρι, ‘μόνο ένα ήσυχο μέρος για να καθίσω και να αναπαυτώ. Είμαι πολύ κουρασμένος’.
‘Λοιπόν’, είπε η μηλιά ισιάζοντας τον εαυτό της όσο πιο πολύ μπορούσε, ‘λοιπόν, ένα παλιοκούτσουρο είναι καλό για να κάθεσαι και να αναπαύεσαι. Έλα, Αγόρι, κάθισε. Κάθισε και ξεκουράσου’.
Και το αγόρι το έκανε. Και το δέντρο ήταν ευτυχισμένο.
Από το βιβλίο του Σ. Σίλβερστάιν και κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ


Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο.



Το Κομμάτι-που-λείπει καθόταν μοναχό του... περιμένοντας κάποιον να έρθει να το πάει κάπου.
Κάποιοι του ταίριαζαν... αλλά δε μπορούσαν να κυλήσουν.
Άλλοι μπορούσαν να κυλήσουν, αλλά δε του ταίριαζαν.
Ένας δεν είχε ιδέα τι σημαίνει ταίριασμα.
Και ένας άλλος δεν ήξερε τίποτα από οτιδήποτε.
Ένας ήταν πολύ ευαίσθητος.
Ένας άλλος το ανέβασε σε βάθρο... και το άφησε εκεί.
Σε κάποιους έλειπαν πολλά κομμάτια.
Και, τέλος πάντων, κάποιοι άλλοι είχαν παραπάνω κομμάτια.
Έμαθε να κρύβεται από τους πεινασμένους.
Ήρθαν κι άλλοι.
Μερικοί το κοίταξαν από πολύ κοντά.
Άλλοι κυλούσαν και το ξεπερνούσαν χωρίς να το αντιληφθούν.
Προσπάθησε να γίνει πιο ελκυστικό...
Άδικος κόπος...
Προσπάθησε να γίνει πιο φανταχτερό... αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να φοβίσει τους ντροπαλούς.

Τελικά ήρθε κι ένας που του ταίριαζε απόλυτα.
Ξαφνικά...
το Κομμάτι-που-λείπει άρχισε να μεγαλώνει...
Και να μεγαλώνει!
"Δεν ήξερα ότι θα μεγαλώσεις"
"Ούτε κι εγώ το ήξερα" είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
"Ψάχνω για το κομμάτι που μου λείπει, ένα κομμάτι που δε θα μεγαλώσει..."είπε κι έφυγε...

Ώσπου μια μέρα, ήρθε κάποιος που φαινόταν διαφορετικός.
"Τι θέλεις από μένα;" ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει.
"Τίποτα".
"Τι έχεις ανάγκη να σου δώσω;"
"Τίποτα".
"Ποιος είσαι;" ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει
"Είμαι το Μεγάλο Ο" είπε το Μεγάλο Ο.
"Νομίζω πως αυτός που περίμενα είσαι εσύ", είπε το Κομμάτι-που-λείπει. "Μήπως είμαι το κομμάτι που σου λείπει;"
"Όμως,δε μου λείπει κανένα κομμάτι" είπε το Μεγάλο Ο. "Δεν υπάρχει χώρος που θα μπορούσες να ταιριάξεις..."
"Κρίμα..." είπε το Κομμάτι-που-λείπει, "ήλπιζα πως θα μπορούσα να κυλήσω μαζί σου..."
"δε μπορείς να κυλήσεις μαζί μου" είπε το Μεγάλο Ο. "Αλλά ίσως να μπορέσεις να κυλήσεις μόνο σου"
"Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του".
"Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;" ρώτησε το Μεγάλο Ο.
"Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές" είπε το Κομμάτι-που-λείπει. "Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!"
"Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν" είπε το Μεγάλο Ο. "Τέλος πάντων, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Ίσως να ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα".
Και κύλησε μακριά.

Το Κομμάτι-που-λείπει έμεινε πάλι μόνο του.
Για πολύ καιρό απλώς καθόταν...

Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία...
...Και έπειτα σωριάστηκε πάλι.
Μετά, σήκω-τράβα-πέσε...
άρχισε να προχωράει...
Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν...

Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε...
Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει...
και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται...
και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται...
και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει...

Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε.
Κυλούσε!


Από το βιβλίο του Σ. Σίλβερστάιν και κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου