Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ

                   Η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (1320) έργο του Πιέτρο Λορεντζέτι

(Περιεχόμενα : Νόημα ημέρας, Κατασκευή σταυρού/ βίντεο, έθιμα, κάλαντα/βίντεο)

Σήμερα είναι μια μεγάλη γιορτή. Αρχίζει ουσιαστικά η Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι η προηγούμενη Κυριακή της εορτής της Ανάστασης.  Την ημέρα αυτή εορτάζεται η ανάμνηση της θριαμβικής εισόδου του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα όπου, κατά τους συγγραφείς των Ιερών Ευαγγελίων, οι Ιουδαίοι τον υποδέχθηκαν κρατώντας Βάϊα ή βάγια ,δηλαδή κλαδιά από  φοίνικες και απλώνοντας στο έδαφος τα φορέματά τους ζητωκραύγαζαν «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

 

Ο Χριστός μπαίνει στην πόλη χωρίς την βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος σε ένα γάιδαρο , αντί για ροδοπέταλα και τελετές, τα μικρά παιδιά κουνούν τα βάγια των φοινίκων, αντί να τον υποδεχτούν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες του τόπου.
Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα «επί πώλον όνου». Πορεύεται και οι Ισραηλίτες τον υποδέχονται με τιμές ως Βασιλιά. Εκείνος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις τιμές, δεν περιορίζεται στο πανηγύρι, στην πρόσκαιρη δόξα, αλλά προχωρεί στο σταυρό και την Ανάσταση.
Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα είναι τελικά η είσοδος του μαρτυρίου στην επίγεια ζωή του Κυρίου.
Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να θανατώσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή.

Αναγράφει το Ωρολόγιο:

Πέντε μέρες προ του Νομικού Πάσχα, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους μαθητές του και του έφεραν ένα ονάριο και αφού κάθισε πάνω του εισερχόταν στη πόλη.
Ο λαός μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς (είχαν μάθει και τα περί αναστάσεως του Λαζάρου) έλαβαν στα χέρια τους βάϊα από φοίνικες και πήγαν να τον προϋπαντήσουν. Άλλοι με τα ρούχα τους, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δένδρα και τα έστρωναν στο δρόμο όπου διερχόταν ο Κύριος και τον ακολουθούσαν.
Ακόμα και τα νήπια τον προϋπάντησαν και όλοι μαζί φώναζαν: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ (Ιωαν.ιε΄). Αυτή τη λαμπρή και ένδοξο πανήγυρη της εισόδου στα Ιεροσόλυμα του Κυρίου εορτάζουμε αυτή τη Κυριακή.

Έθιμα και παραδόσεις.

Την Κυριακή των Βαΐων, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, από φοίνικες δηλαδή ή από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά. Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.
Η εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης:
Όχλος πολύς…έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη «επί πώλου όνου», αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντινά γίνονταν «ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία.

Κυριακή των Βαΐων στη Μόσχα με συμμετοχή του Τσάρου Αλέξανδρου Β'. (πίνακας του V. Greg. Schwarz, 1865).
Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά.

Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους. Και σήμερα ακόμα όλες οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα ή βάγια.

Tα βάγια, ας πούμε, που μπορεί να είναι εκτός από κλαδιά φοίνικα, κλαδιά δάφνης, μυρτιάς ή ιτιάς τα φέρνουν στην εκκλησία τα νιόπαντρα ζευγάρια κι όποιος τα «φέρει πρώτος θα πρωτογεννήσει αγόρι». Αλλά ή δύναμη των βαγιών φτάνει και μέχρι τα ζώα και τα φυτά. Κρεμούσαν τα βάγια στα  καρποκλάδια  δηλαδή στα καρποφόρα δέντρα και δεν τα πλησίαζε το σκουλήκι και τα ζώα αν τα χτυπούσαν με αυτά θα γεννούσαν πολλά περισσότερα από ότι συνήθως. Στις  νιόπαντρες της χρονιάς που φτιάχνουν τα « βάγια » μεταδιδόταν η γονιμοποιός δύναμη που αυτά περικλείουν στο φύλλωμα τους γιατί είναι αειθαλή φυτά . Επίσης η μετάδοση γινόταν και με χτυπήματα που είναι γνωστά σαν τα «βαγιοχτυπήματα». Πίστευαν ακόμα πως αν ήταν έγκυος η γυναίκα και τη « χτυπούσαν» με τα βάγια θα γεννούσε ευκολότερα.
Τα βάγια κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά “κάπνιζαν” οι γυναίκες τα παιδιά για το “κακό το μάτι”. Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: “Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω.” Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά εκείνη θα γινόταν “συντέκνισσα”.
Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.

Έθιμα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: 

Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω.
Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά εκείνη θα γινόταν “συντέκνησσα”.
Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.
Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την “αργινάρα”, μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.
Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την “ειρεσιώνη”, το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιέφεραν στους δρόμους τα παιδιά, στην αρχαιότητα. Τα βάγια τα έπλεκαν σε πάρα πολλά σχέδια: φεγγάρια, πλοία, γαϊδουράκια, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν ο σταυρός.

Πώς μπορώ να φτιάξω σταυρό από φύλλα βαγιάς

                                         
Σε μερικά μέρη τους έδιναν το σχήμα του ψαριού. Ψάρι είχαν σαν σημάδι αναγνώρισης οι πρώτοι χριστιανοί, η λέξη ΙΧΘΥΣ, εξάλλου, προέρχεται από τα αρχικά Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.

Στην Κρήτη συναντάμε αντίστοιχα έθιμα όπως ας πούμε στην Κίσσαμο που για να μπουν τα βάγια μέσα στο σπίτι έπρεπε να έχουν φροντίσει την καθαριότητα του πριν. Σε άλλα μέρη φορούσαν το βαγιόκλαδο στο πέτο  και σαν έμπαιναν στο σπίτι η πρώτη τους δουλειά ήταν να το βάλουν στο εικονοστάσι. Στην Δυτική Κρήτη πάλι με τα βαγιόφυλλα  πίστευαν πως «ανέβαινε» το προζύμι τους , καίγοντάς το και χρησιμοποιώντας τη στάχτη του. Κι όταν ακόμα ανθούσε στο νησί η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και  οι κοπελιές έπαιρναν  το πρώτο αυγό  που είχαν βρει και το βράδυ της Κυριακής των  Βαΐων , το πήγαιναν στην εκκλησιά κι αν θα χτυπούσε μετά η καμπάνα τότε το μετάξι τους θα πήγαινε καλά. Το πιο χαρακτηριστικό έθιμο, ωστόσο τούτης της μέρας ήταν η μεταφορά ενός κλάδου ελιάς ή και ολόκληρου δέντρου μέσα στην εκκλησία. Ήταν μεγάλη ευλογία  να φυτευτεί μετά το κλαδί αυτό σε ένα ελαιώνα που έλεγαν μάλιστα πως συνήθως μέσα σε 40 μέρες έβγαζε ρίζες και το δέντρο αυτό θεωρούνταν ευλογημένο.
Η εκκλησία την Κυριακή των Βαϊων επιτρέπει το ψάρι.
Έτσι και το τραγούδι των παιδιών λέει: Βάγια, Βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή με το κόκκινο αυγό.

Μια παράδοση λέει:  «Πρέπει να φάνε όλοι εκείνη τη μέρα ψαρικό, παστό η φρέσκο και είναι ανάγκη να γλείψουν έστω και κόκκαλο ψαριού για το καλό. Και της χαράς αυτής δεν θέλουν να στερήσουν και τους νεκρούς ακόμα για αυτό τους πάνε βάγια και στον τάφο και το Μεγάλο Σάββατο λαμπάδα και χαιρετίσματα από τον απάνω κόσμο.»



Την Κυριακή των Βαΐων (1-4-18) μετά τη Θ. Λειτουργία στον Ι.Ν Υψώσεως Τιμίου Σταυρού Γεωργιανής, τα παιδιά του κατηχητικού λένε τα κάλαντα.


Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μία ιστορία απότην παράδοση για τον γαϊδαράκο που μετέφερε τον Χριστό.


Το γαϊδουράκι που σήκωσε το Χριστό

Όταν γεννήθηκε στην αυλή του Ιακώβ ο Γκριζωπός όλοι γέλασαν με την ψυχή τους. Τέτοιο άσχημο γαϊδούρι δεν είχαν ξαναδεί, είπαν. Το κοροΐδεψαν οι άνθρωποι, μα το περιγέλασαν κι όλα τα άλλα ζωντανά. Είχε αδύναμα σαν καλάμι πόδια, λεπτό σκελετωμένο κορμί και τρίχωμα σχεδόν ανύπαρκτο. Άσε που η ράχη του ήταν καμπουριασμένη και γεμάτη σημάδια και ρόζους. Ήταν το πιο κακοκαμωμένο ζωντανό που είχε φτιάξει η φύση. Μόνο τα μάτια του, μεγάλα κι αγνά, είχαν ένα όμορφο φως, όμως αυτό κανείς δεν το πρόσεξε ποτέ.
 Σαν πέρασε λίγος καιρός και ο Ιακώβ είδε πως ο μικρός γαϊδουράκος του με τίποτα δεν έλεγε να σιάξει, φώναξε το γιο του και του είπε: -Συμεών, παιδί μου, πάρε αυτόν τον ασχημογάιδαρο, που έχουμε στην αυλή μας και άσε τον ελεύθερο στο Όρος των Ελαιών. Εμάς δε θα μας χρησιμεύσει σε τίποτα, τέτοιος που είναι. Βάρος μόνο θα μας δίνει.
 -Καλά, πατέρα, είπε ο μικρός και δένοντάς το λαιμό του Γκριζωπού μ’ ένα σχοινί, τον πήρε εκεί που τον διέταξε ο πατέρας του. 
- Άντε γαϊδουράκι, καλή τύχη, φώναξε το παιδί σαν έφτασαν στον προορισμό τους και πήρε τρέχοντας τον κατήφορο για το σπιτικό του.
 Το μικρό ζωντανό έμεινε μόνο κάτω από τις αιωνόβιες ελιές. Ήξερε πως κανένας δεν το ήθελε, μα δεν το ένοιαζε. Βαθιά, μέσα του, κάτι του έλεγε, πως έστω και για μια στιγμή της ζωής του θα γινόταν ευτυχισμένο. 
Ο καιρός κύλησε γοργά και, κάποια μέρα, ένας νέος που έφεγγε σαν τον ήλιο – ο Χριστός – πήγε μαζί με τους μαθητές Του στο Όρος των Ελαιών. Αφού πρώτα προσευχήθηκε ώρες πολλές, είπε σ’ έναν απ’ αυτούς: - Πήγαινε αδελφέ μου, και φέρε αυτόν εκεί το γαϊδουράκο. Θα ανέβω και θα πάω στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα. 

Σκίρτησε η καρδιά του ζώου στο άκουσμα των λόγω ν του Ιησού. Τώρα ήξερε πως η ώρα της ευτυχίας του είχε σημάνει. Ο Απόστολος του Χριστού, χωρίς να σχολιάσει την εκλογή του δασκάλου του, πλησίασε το Γκριζωπό κι αυτός, υποτακτικά, έσκυψε το κεφάλι του, για να του περάσει το σχοινί στο λαιμό. Ο Χριστός χάιδεψε απαλά το γαϊδούρι κι άπλωσε απάνω στο μαδημένο του τρίχωμα το μανδύα Του. Ύστερα, κάθισε στη ροζιασμένη του πλάτη, τόσο απαλά, που το ζωντανό δεν ένιωσε κανένα βάρος. Το μόνο που ένιωσε ήταν μια γλυκιά ζεστασιά, που ταξίδεψε στο αίμα του και το έκανε να κυκλοφορεί πιο γρήγορα.
 Και το θαύμα έγινε! Το μαδημένο τρίχωμα φούντωσε μεμιάς και οι ρόζοι απ’ την πλάτη του ζωντανού εξαφανίστηκαν. Τα αδύναμα πόδια, που σέρνονταν, πήραν φτερά και γεμάτα ζωή και δύναμη, πήραν τον ανήφορο για την Ιερουσαλήμ. Πόσο όμορφος του φάνηκε ο δρόμος για την πόλη. Και πόσο υπέροχα ένιωσε, σαν ο κόσμος έστρωσε μερσίνια και δάφνες και φώναξε «ωσαννά» και «αλληλούϊα», γι Αυτόν που καθόταν απάνω του, γι’ αυτόν, που όλοι φώναζαν Μεσσία!         
 Κάποτε ο δρόμος τέλειωσε. Είχαν φτάσει στο ναό. Ο Κύριος κατέβηκε από το ζωντανό κι αφού το χάιδεψε με αγάπη, το άφησε να φύγει. Ο προορισμός του είχε τελειώσει. Τρισευτυχισμένος ο μικρός γάιδαρος περιπλανήθηκε στους δρόμους της πόλης. Όλα γύρω ήταν γιορτινά και ο Κύριος είχε πάει θριαμβευτής στο Ναό. Αφού τριγύρισε αρκετά, εδώ κι εκεί, επέτρεψε και πάλι στο όρος των Ελαιών. 
Οι μέρες, που ακολούθησαν, σημάδεψαν τη Χριστιανοσύνη με την ιστορία των Παθών του Χριστού. Ο Γκριζωπός έβοσκε αμέριμνος, όταν σκοτείνιασε ο ουρανός και άρχισε η γη να τρέμει συθέμελα. Η καρδούλα του μικρού ζώου κτύπησε άτακτα και φοβισμένα, και χωρίς να ξέρει γιατί, πήρε και πάλι το δρόμο για την Ιερουσαλήμ. Μόλις πέρασε τα τείχη, είδε πολλούς ανθρώπους να τρέχουν φοβισμένα κι ύστερα άκουσε να λένε, πως σταύρωσαν το Μεσσία. Σταύρωσαν το Μεσσία «του» στο Γολγοθά και μάλιστα ανάμεσα σε δυο ληστές. Τα μεγάλα φωτεινά μάτια του γαϊδουράκου συννέφιασαν. Πώς μπόρεσαν οι άνθρωποι να κάνουν κάτι τέτοιο σ’ Εκείνον, αναρωτήθηκε κι ένιωσε το είναι του να βουλιάζει από τη θλίψη. Πήρε ξανά το δρόμο για το όρος των Ελαιών. 

Τίποτα πια δεν τον κρατούσε στην Ιερουσαλήμ. Έφτασε εκεί αποκαμωμένος και στάθηκε κάτω από τη ρίζα της ελιάς. Εκεί, που Εκείνος τον αντάμωσε και τον χάιδεψε. Που άπλωσε στην σκελετωμένη του πλάτη το μοσχομυρισμένο Του μανδύα και όλα άλλαξαν μονομιάς. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του μικρού ζώου. Ο Μεσσίας «του» δεν υπήρχε πια. Αυτός γιατί να υπάρχει; Έγειρε το κορμί του στο χώμα και η θλίψη του ήταν τόσο δυνατή, που η καρδούλα του δεν άντεξε. Μοιράστηκε στα δυο. Το γαϊδουράκι που σήκωσε το Χριστό ως την Ιερουσαλήμ, δε ζούσε πια. Δεν ήθελε να ζήσει. Πέθανε από τον καημό Εκείνου, που τον σταύρωσαν άπονα. Εκείνου, που ήρθε, έζησε και πέθανε, για να σώσει όλους εμάς από τις αμαρτίες.


ΠΗΓΕΣ : Γ.Α. Μέγα « Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας »,Αθήνα 1963
Οι 12 μήνες ,Τα λαογραφικά, Κυριακίδου – Νέστορος  Άλκη, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1982
Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, Νίκος Ψιλάκης, εκδ. Καρμάνωρ
« Πασχαλινά και της Άνοιξης», Λουκάτος Δημήτρης, 1980
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μουσείο Μπενάκη





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου